- κακογεννήτρα
- και κακόγεννη και κακογέννητη, η [κακογεννώ]1. (για γυναίκες και θηλυκά ζώα) αυτή που γεννά δύσκολα2. (για κότες) αυτή που γεννά σε απόκρυφη θέση και όχι μέσα στη φωλιά της, η ξενογεννήτρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.